Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, έφερε εκ νέου στην επιφάνεια τον τρόπο που η Δύση στο σύνολό της και η Μόσχα, χειρίστηκαν το θέμα της μη επέκτασης του ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά, μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου πριν από τριάντα χρόνια.
Σήμερα, Ρώσοι αξιωματούχοι, με πρωτοστάτη τον Βλαντιμίρ Πούτιν, επιχειρούν να δικαιολογήσουν την επιθετικότητα εναντίον της Ουκρανίας, υποστηρίζοντας ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες, είχαν υπαναχωρήσει στη δέσμευση που είχαν παράσχει στον τελευταίο ηγέτη της Σοβιετικής Ένωσης, Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, ότι το ΝΑΤΟ δε θα επεκταθεί προς τα ανατολικά.
Η υποτιθέμενη παραβίαση της δέσμευσης της Δύσης για μη διεύρυνση του ΝΑΤΟ έχει από καιρό θεωρηθεί βασικό στοιχείο στην αφήγηση του Πούτιν κατά της Συμμαχίας, αλλά εσχάτως και κατά της Ουκρανίας. Συγκεκριμένα, τα δυο πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα, όπου αναφέρθηκε στην υποτιθέμενη παραβίαση, έγιναν στην ομιλία του τον Φεβρουάριο του 2007 στη Διάσκεψη για την Ασφάλεια του Μονάχου, και σε ομιλία του στις 18 Μαρτίου 2014, στην οποία προσπάθησε να δικαιολογήσει την κατάληψη της Κριμαίας.
Μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου το 1989, η διαιρεμένη Γερμανία και οι τέσσερις δυνάμεις που την είχαν καταλάβει κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο συζήτησαν εάν η χώρα έπρεπε να επανενωθεί. Η συνθήκη που υπέγραψαν το 1990 (Συνθήκη για την Τελική Ρύθμιση όσον αφορά τη Γερμανία, γνωστή και ως “Συνθήκη Δύο συν Τέσσερεις”) επέκτεινε το ΝΑΤΟ στην Ανατολική Γερμανία, η οποία είχε αποδοθεί στη Σοβιετική Ένωση, μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Για να κατευνάσει τους Σοβιετικούς, παραχώρησε επίσης στην περιοχή ένα «ειδικό στρατιωτικό καθεστώς» που απέκλειε τη στάθμευση ξένων δυνάμεων του ΝΑΤΟ εκεί.
Πιο αναλυτικά, η Συνθήκη υπογράφτηκε μεταξύ της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας και των τεσσάρων συμμαχικών δυνάμεων που κατέλαβαν τη Γερμανία κατά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στην Ευρώπη. Δε συμπεριλήφθηκε στη Συνθήκη αναφορά στο θέμα της επέκτασης του ΝΑΤΟ. Στις συζητήσεις που οδήγησαν στη Συνθήκη, οι Σοβιετικοί δεν έθεσαν ποτέ το ζήτημα της διεύρυνσης του ΝΑΤΟ, παρά μόνο σε σχέση με την πρώην Ανατολική Γερμανία. Σχετικά με αυτό το έδαφος, συμφωνήθηκε ότι μετά την απόσυρση των σοβιετικών στρατευμάτων, οι γερμανικές δυνάμεις υπό το ΝΑΤΟ θα μπορούσαν να αναπτυχθούν εκεί, αλλά οι ξένες δυνάμεις του ΝΑΤΟ και τα συστήματα πυρηνικών όπλων δε θα μπορούσαν. Δεν υπήρξε καμία δέσμευση για αποχή στο μέλλον από τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ.
«Σε κανένα σημείο της συζήτησης ούτε ο Μπέικερ ούτε ο Γκορμπατσόφ έθεσαν το ζήτημα της πιθανής επέκτασης του ΝΑΤΟ σε άλλες χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας πέρα από τη Γερμανία», σύμφωνα με τον Μαρκ Κράμερ, διευθυντή του προγράμματος Σπουδών Ψυχρού Πολέμου στο Κέντρο Ντέιβις του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, που εξέτασε αποχαρακτηρισμένα έγγραφο και άλλο υλικό, από εκείνη την περίοδο.
Πριν από τη γερμανική επανένωση το 1990, τόσο η Δυτική όσο και η Ανατολική Γερμανία επικύρωσαν τη Συνθήκη για την Τελική Ρύθμιση όσον αφορά τη Γερμανία. Η Γερμανία επιβεβαίωσε την παραίτησή της για την κατασκευή, την κατοχή και τον έλεγχο πυρηνικών, βιολογικών και χημικών όπλων. Εκτός από την απαγόρευση μιας ξένης στρατιωτικής παρουσίας στην πρώην ανατολική Γερμανία, η Συνθήκη απαγόρευσε επίσης πυρηνικά όπλα ή φορείς πυρηνικών όπλων να τοποθετηθούν στην περιοχή, καθιστώντας τη μια μόνιμη ζώνη χωρίς πυρηνικά όπλα. Επιτράπηκε στον Γερμανικό Στρατό να κατέχει συμβατικά συστήματα όπλων με μη συμβατικές δυνατότητες, υπό την προϋπόθεση ότι ήταν εξοπλισμένα για καθαρά συμβατικό ρόλο.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες σήμερα, παρέχουν περίπου 60 τακτικές πυρηνικές βόμβες B61 για χρήση από τη Γερμανία στο πλαίσιο συμφωνίας κοινής χρήσης πυρηνικών όπλων του ΝΑΤΟ. Οι βόμβες αποθηκεύονται στην αεροπορική βάση TaktLwG 33, που βρίσκεται στη δυτική Γερμανία. Σε περίπτωση πολέμου, οι πυρηνικές βόμβες θα φορτώνονταν σε αεροσκάφη Panavia Tornado, της γερμανικής Πολεμικής Αεροπορίας (Luftwaffe).
Το ΝΑΤΟ σεβάστηκε τις ανησυχίες της Σοβιετικής Ένωσης, και ουδέποτε ανέπτυξε πυρηνικά όπλα, στα εδάφη της πρώην Λαϊκή Δημοκρατίας της Γερμανίας. Εάν δεχτούμε τις ρωσικές αιτιάσεις, τότε ναι, η Δύση αθέτησε τις “υποσχέσεις” της αναφορικά με την επέκταση του ΝΑΤΟ. Ωστόσο, το ζήτημα είναι πολύ πιο περίπλοκο, απ’ ότι μπορεί να φαίνεται με την πρώτη ματιά.
Κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1990, καθώς το ΝΑΤΟ ετοιμαζόταν να αυξήσει τα μέλη του για πρώτη φορά μετά την ένταξη της Ισπανίας το 1982, Ρώσοι αξιωματούχοι ισχυρίστηκαν ότι η είσοδος χωρών του πρώην Συμφώνου της Βαρσοβίας στο ΝΑΤΟ θα παραβίαζε μια επίσημη «δέσμευση» που δόθηκε από τις κυβερνήσεις της Δυτικής Γερμανίας και των Ηνωμένων Πολιτειών το 1990 να μην εντάξουν κανένα πρώην κομμουνιστικό κράτος στη συμμαχία.
Όπως προαναφέραμε, η Συνθήκη και συγκεκριμένα το άρθρο 5, δεν έλεγε τίποτα για τη δυνατότητα ή μη του ΝΑΤΟ να επεκταθεί ανατολικά, μια διαδικασία που ξεκίνησε με την ένταξη της Πολωνίας, της Τσεχίας και της Ουγγαρίας ως μέλη το 1999. Οι μεταγενέστερες συμφωνίες, όπως η Ιδρυτική Πράξη ΝΑΤΟ-Ρωσίας το 1997, που θεωρείται θεμέλιος λίθος των σχέσεων των δυο πλευρών, δεν έκαναν επίσης καμία αναφορά σε απαγόρευση επέκτασης προς τα ανατολικά. Η Ιδρυτική Πράξη υπογράφτηκε στη σύνοδο κορυφής της Μαδρίτης το 1997 παράλληλα με τις προσκλήσεις διεύρυνσης προς άλλες χώρες, που ήταν στο παρελθόν στη σφαίρα επιρροής της ΕΣΣΔ. Δεδομένου ότι η δεύτερη επίσημη συμφωνία της εποχής, μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, μεταξύ Ρωσίας και ΝΑΤΟ, επιβεβαιώνει ότι το “ΝΑΤΟ και η Ρωσία δε βλέπουν ο ένας τον άλλον ως αντίπαλο”, και ότι ο μετασχηματισμός του ΝΑΤΟ είναι “μια διαδικασία που θα συνεχιστεί”, καθιστά σαφές ότι η διεύρυνση του ΝΑΤΟ, δε θεωρήθηκε ζήτημα πρωτογενούς ασφάλειας για τη Ρωσία.
Για να κατανοήσουμε τους ισχυρισμούς της Ρωσίας περί μη τήρησης των συμφωνηθέντων στο θέμα της επέκτασης του NATO προς ανατολάς, είναι απαραίτητο να εξετάσουμε τις διαβεβαιώσεις του τότε υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ Τζέιμς Μπέικερ, στον πρώην σοβιετικό ηγέτη Μιχαήλ Γκορμπατσόφ κατά τη διάρκεια μιας συνάντησης στις 9 Φεβρουαρίου 1990. Σε μια συζήτηση για το καθεστώς μιας ενιαίας Γερμανίας, οι δύο άνδρες φέρεται να συμφώνησαν ότι το ΝΑΤΟ δε θα επεκταθεί πέρα από το έδαφος της Ανατολικής Γερμανίας, μια υπόσχεση που επανέλαβε ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ σε ομιλία του στις 17 Μαΐου του ίδιου έτους στις Βρυξέλλες.
Η Σοβιετική Ένωση και η Δύση, κατέληξαν τελικά σε συμφωνία τον Σεπτέμβριο που θα επέτρεπε στο ΝΑΤΟ να σταθμεύσει τα στρατεύματά του πέρα από το Σιδηρούν Παραπέτασμα. Ωστόσο, η συμφωνία αφορούσε μόνο την ενιαία Γερμανία, με την περαιτέρω επέκταση προς τα ανατολικά να ήταν αδιανόητη εκείνη την εποχή. Αυτό σημαίνει πως την εποχή που οι Δυτικοί πρόσφεραν τις «εγγυήσεις», κανείς δεν έλαβε υπόψιν την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και τις ιστορικές ανατροπές που ακολούθησαν.
Άλλη μια πηγή της διαμάχης, επικεντρώνεται στις δηλώσεις που έγιναν κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων από δυτικούς ηγέτες, ιδιαίτερα τον Τζέιμς Μπέικερ και τον Γερμανό Υπουργό Εξωτερικών και Αντικαγκελάριο Χανς Ντίτριχ Γκένσερ. Ο Γκένσερ, ήταν αυτός που στις 31 Ιανουαρίου 1990, πρότεινε στο ΝΑΤΟ να υιοθετήσει μια τοποθέτηση που θα έλεγε: “Οτιδήποτε συμβεί στο Σύμφωνο της Βαρσοβίας, δε θα υπάρξει επέκταση του ΝΑΤΟ προς ανατολάς, και πιο κοντά στα σύνορα της Σοβιετικής Ένωσης”. Ο Μπέικερ και ο Γκένσερ, παρουσίασαν αυτή τη θέση στη Μόσχα, προσφέροντας αμφότεροι διαβεβαιώσεις πως το ΝΑΤΟ δε θα επεκταθεί. Τόσο ο Γκένσερ, όσο και ο Μπέικερ, προσπάθησαν μεταγενέστερα να υποβαθμίσουν αυτή την “υπόσχεση” προς το Κρεμλίνο, με τη δικαιολογία που ήταν μια προσπάθεια βολιδοσκόπησης των ρωσικών αντιδράσεων και αφορούσε αποκλειστικά το θέμα της Ανατολικής Γερμανίας.
«Το ΝΑΤΟ δε θα μετακινηθεί ούτε μια ίντσα πιο ανατολικά»
Η πιο σημαντική και χαρακτηριστική δήλωση, έγινε κατά τη διάρκεια της συνάντησης στις 9 Φεβρουαρίου 1990 μεταξύ Μπέικερ και Γκορμπατσόφ, όπου παρόν ήταν και ο Σοβιετικός υπουργός Εξωτερικών, Έντουαρντ Σεβαρνταντζε. Αφού εξήγησε γιατί οι ΗΠΑ ήθελαν η ενιαία Γερμανία να είναι στο ΝΑΤΟ, ο Μπέικερ είπε στον Γκορμπατσόφ ότι «αν διατηρήσουμε παρουσία σε μια Γερμανία που είναι μέρος του ΝΑΤΟ, δε θα υπήρχε επέκταση της δικαιοδοσίας των δυνάμεων του ΝΑΤΟ, ούτε μια ίντσα στα ανατολικά».
«Έθεσα την ακόλουθη ερώτηση στον (Γκορμπατσόφ)», είπε ο Μπέικερ σε επιστολή του προς τον Γερμανό Καγκελάριο Χέλμουτ Κολ. «Θα προτιμούσατε να δείτε μια ενωμένη Γερμανία εκτός ΝΑΤΟ, ανεξάρτητη και χωρίς δυνάμεις των ΗΠΑ, ή θα προτιμούσατε μια ενωμένη Γερμανία να είναι συνδεδεμένη με το ΝΑΤΟ, με διαβεβαιώσεις ότι η δικαιοδοσία του ΝΑΤΟ δε θα μετατοπιστεί μια ίντσα προς τα ανατολικά από τη σημερινή της θέση;»
Αυτά τα σχόλια, μαζί με παρόμοιες παρατηρήσεις από τους Ευρωπαίους συμμάχους του Μπέικερ, όπως ο Γκένσερ και ο Χέλμουτ Κολ, ήταν μέρος αυτού που οι ερευνητές στο Αρχείο Εθνικής Ασφάλειας του Πανεπιστημίου Τζορτζ Ουάσιγκτον αποκαλούσαν «καταιγισμό διαβεβαιώσεων» που προσφέρθηκε στους Σοβιετικούς. Ο Γκένσερ θα δηλώσει σε μεταγενέστερο χρόνο: “Αυτό (σ.σ.: η επέκταση του ΝΑΤΟ προς ανατολάς) δεν ήταν ποτέ το θέμα των διαπραγματεύσεων και σίγουρα δεν αποτελεί αποτέλεσμα διαπραγμάτευσης.”
Ο Μπέικερ αρνήθηκε κατηγορηματικά ότι η συζήτηση αφορούσε την επέκταση του ΝΑΤΟ σε άλλες χώρες. Είπε πως οι συζητήσεις αφορούσαν αποκλειστικά το θέμα της Γερμανίας και ειδικά της Ανατολικής Γερμανίας, και όχι άλλων χωρών, που εκείνη την εποχή, ήταν ακόμη μέλη του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Ο ισχυρισμός ωστόσο, έχει αντικρουστεί, ακόμη και από ορισμένους Αμερικανούς αξιωματούχους, όπως ο Τζακ Μάτλοκ, που εκείνη της εποχή, υπηρετούσε ως πρέσβης στη Ρωσία, ο οποίος έκανε λόγο για “κατηγορηματικές διαβεβαιώσεις” πως η Συμμαχία δε θα επεκτεινόταν προς τα ανατολικά.
To NATO, την εποχή εκείνη (1990-91), επίσης δε δεσμεύτηκε έναντι των χωρών του πρώην Συμφώνου της Βαρσοβίας, για το ενδεχόμενο μελλοντικής ένταξή τους στη Συμμαχία. Αυτό προκύπτει από μια σειρά τοποθετήσεων που έγιναν από αξιωματούχους του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ, σύμφωνα με τις οποίες, το ζήτημα αυτό δεν ήταν στην ατζέντα.
Υπήρχε και το ζήτημα του τι θα γινόταν με τις στρατιωτικές δυνάμεις που στάθμευαν στην πρώην ΛΔ της Γερμανίας. Αποχαρακτηρισμένα υπομνήματα, αποκάλυψαν ότι ο τότε Αμερικανός πρόεδρος Τζορτζ Μπους, ο Χέλμουτ Κολ και ο Γκορμπατσόφ, αποφάσισαν να επιλύσουν τρεις εξελισσόμενες καταστάσεις: Την αποσύνθεση του ανατολικού Γερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος, την απόφαση του Σοβιετικού ηγέτη για μια ενωμένη Γερμανία να παραμείνει στο ΝΑΤΟ, και το ζήτημα σχετικά με το μέλλον των 380.000 σοβιετικών στρατευμάτων, που ήταν τοποθετημένα στην Ανατολική Γερμανία.
Η συνεννόηση μεταξύ Μπέικερ και Κολ, ήταν ότι μόνο στρατεύματα από τη νεοσύστατη Γερμανική Ανατολική Διοίκηση (Bundeswehr-OST), που ιδρύθηκε στις 3 Οκτωβρίου 1990, και που έλεγχε τον στρατό της Ανατολικής Γερμανίας, και όχι ξένες δυνάμεις, θα σταθμεύουν στο έδαφος της πρώην ΛΔ της Γερμανίας, μετά την ενοποίηση. Η Bundeswehr-OST έπαψε να υπάρχει ως Διοίκηση την 1η Ιουλίου, 1991, και κατόπιν απορροφήθηκε από τον Στρατό της ενιαίας πλέον Γερμανίας (Bundeswehr).
Μετά την αποχώρηση των τελευταίων Ρώσων στρατιωτών από τη Γερμανία, στις 31 Αυγούστου 1994, συμφωνήθηκε με άλλες χώρες που είχαν στρατεύματα στη Γερμανία, το δικαίωμα προσωρινής παρουσίας στα εδάφη της πρώην ΛΔ της Γερμανίας. Επρόκειτο για προσωπικό από τις Ένοπλες Δυνάμεις της Γαλλίας, του Ηνωμένου Βασιλείου, των ΗΠΑ, του Βελγίου, του Καναδά και τις Ολλανδίας. Στη συμφωνία, συμπεριλαμβανόταν και το δυτικό και ανατολικό Βερολίνο, πάντα με τη συγκατάθεση των γερμανικών αρχών.
Τον Απρίλιο του 2009, μιλώντας στην Bild, ο Γκορμπατσόφ εξέφρασε την οργή του για την επέκταση του ΝΑΤΟ, κάνοντας λόγο για αθέτηση υποσχέσεων. Το 2014 όμως, είπε πως το ζήτημα της επέκτασης του ΝΑΤΟ δεν τέθηκε ποτέ. «Το λέω με πλήρη ευθύνη», ανέφερε χαρακτηριστικά. Κατόπιν, πρόσθεσε ότι η τελική επέκταση ήταν «παραβίαση του πνεύματος των δηλώσεων και των διαβεβαιώσεων που μας έγιναν το 1990». Πρόσθεσε επίσης πως όταν το θέμα επανήλθε στις αρχές της δεκαετίας του ’90, «Η Ρωσία στην αρχή δεν είχε αντίρρηση».
Πιο αναλυτικά, τον Οκτώβριο του 2014, λίγο μετά τα γεγονότα της Κριμαίας, ο Γκορμπατσόφ έδωσε συνέντευξη στο Russia Beyond, όπου ερωτήθηκε επί του θέματος:
«Ένα από τα βασικά ζητήματα που έχει προκύψει σε σχέση με τα γεγονότα στην Ουκρανία είναι η επέκταση του ΝΑΤΟ στα ανατολικά. Έχετε την αίσθηση ότι οι δυτικοί εταίροι σας είπαν ψέματα όταν ανέπτυξαν τα μελλοντικά τους σχέδια στην Ανατολική Ευρώπη; Γιατί δεν επιμείνατε ότι οι υποσχέσεις που σας δόθηκαν –ιδιαίτερα η υπόσχεση του υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ Τζέιμς Μπέικερ ότι το ΝΑΤΟ δε θα επεκταθεί στην Ανατολή– να είναι νομικά κωδικοποιημένες; Θα αναφέρω τον Μπέικερ [που είπε]: «Το ΝΑΤΟ δε θα μετακινηθεί ούτε μια ίντσα πιο ανατολικά».
Απάντηση:
«Το θέμα της «επέκτασης του ΝΑΤΟ» δε συζητήθηκε καθόλου και δεν τέθηκε εκείνα τα χρόνια. Το λέω με πλήρη ευθύνη. Καμία μεμονωμένη χώρα της Ανατολικής Ευρώπης δεν έθεσε το θέμα, ούτε καν μετά το Σύμφωνο της Βαρσοβίας, που έπαψε να υπάρχει το 1991. Ούτε οι δυτικοί ηγέτες το έθιξαν. Συζητήθηκε ένα άλλο θέμα που θίξαμε: να διασφαλίσουμε ότι οι στρατιωτικές δομές του ΝΑΤΟ δε θα προχωρήσουν και ότι επιπλέον ένοπλες δυνάμεις από τη συμμαχία δε θα αναπτυχθούν στο έδαφος της τότε ΛΔΓ μετά την επανένωση της Γερμανίας. Η δήλωση του Μπέικερ, που αναφέρεται στην ερώτησή σας, έγινε σε αυτό το πλαίσιο. Ο Κολ και ο Γκένσερ μίλησαν για αυτό. Ό,τι μπορούσε και έπρεπε να γίνει για να εδραιωθεί αυτή η πολιτική υποχρέωση έγινε. Και πληρείται. Η συμφωνία για μια τελική διευθέτηση με τη Γερμανία έλεγε ότι δε θα δημιουργηθούν νέες στρατιωτικές δομές στο ανατολικό τμήμα της χώρας, δε θα αναπτυχθούν επιπλέον στρατεύματα, δε θα τοποθετούνταν εκεί όπλα μαζικής καταστροφής. Έχει τηρηθεί όλα αυτά τα χρόνια. Μην παρουσιάζετε, λοιπόν, τον Γκορμπατσόφ και τις τότε σοβιετικές αρχές ως αφελείς ανθρώπους που τυλίχτηκαν γύρω από το δάχτυλο της Δύσης. Αν υπήρχε αφέλεια, ήταν αργότερα, όταν προέκυψε το θέμα. Η Ρωσία αρχικά δεν είχε αντίρρηση. Η απόφαση για τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους να επεκτείνουν το ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά πάρθηκε αποφασιστικά το 1993. Το χαρακτήρισα μεγάλο λάθος από την αρχή. Ήταν σίγουρα παραβίαση του πνεύματος των δηλώσεων και των διαβεβαιώσεων που μας έγιναν το 1990. Όσον αφορά τη Γερμανία [οι διαβεβαιώσεις], κατοχυρώθηκαν νομικά και τηρούνται.»
Η επίσημη θέση του ΝΑΤΟ, έχει ως εξής:
«Τέτοια συμφωνία δεν έγινε ποτέ. Η πόρτα του ΝΑΤΟ ήταν ανοιχτή σε νέα μέλη από την ίδρυσή του το 1949 και αυτό δεν άλλαξε ποτέ. Αυτή η «Πολιτική Ανοιχτών Θυρών» κατοχυρώνεται στο Άρθρο 10 της ιδρυτικής συνθήκης του ΝΑΤΟ, το οποίο λέει ότι «κάθε άλλο ευρωπαϊκό κράτος που είναι σε θέση να προωθήσει τις αρχές αυτής της Συνθήκης και να συμβάλει στην ασφάλεια του Βόρειου Ατλαντικού» μπορεί να υποβάλει αίτηση για ένταξη. Οι αποφάσεις για την ένταξη λαμβάνονται με συναίνεση μεταξύ όλων των Συμμάχων. Καμία συνθήκη που υπογράφηκε από τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ευρώπη και τη Ρωσία δεν περιελάμβανε διατάξεις για την ένταξη στο ΝΑΤΟ.
Τα αποχαρακτηρισμένα έγγραφα του Λευκού Οίκου αποκαλύπτουν επίσης ότι, το 1997, ο Μπιλ Κλίντον αρνήθηκε σθεναρά την προσφορά του Μπόρις Γέλτσιν για μια «συμφωνία κυρίων» που θα προέβλεπε ότι καμία πρώην Σοβιετική Δημοκρατία δε θα έμπαινε στο ΝΑΤΟ: «Δεν μπορώ να αναλάβω δεσμεύσεις για λογαριασμό του ΝΑΤΟ και δεν είμαι σε θέση να ασκήσω βέτο στην επέκταση του ΝΑΤΟ σε σχέση με οποιαδήποτε χώρα, πολύ λιγότερο να αφήσω εσάς ή οποιονδήποτε άλλο να το πράξει… Το ΝΑΤΟ λειτουργεί με συναίνεση».
Θα πρέπει επίσης να αναφερθεί πως δεν υπήρξε η παραμικρή ουσιαστική αντίδραση του Κρεμλίνου, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, που να αναφέρει πως η διεύρυνση του ΝΑΤΟ, αποτελεί απειλή για την ασφάλεια της Ρωσίας. Η πρώτη φορά που η Ρωσία κατηγόρησε εμμέσως πλην σαφώς τις ΗΠΑ, ότι έχουν αθετήσει το λόγο τους, ήταν το 1993.
Ο τότε πρόεδρος της Ρωσίας Μπόρις Γέλτσιν, έγραψε σε μια επιστολή το Σεπτεμβρίου του 1993 στον τότε πρόεδρο των ΗΠΑ, Μπιλ Κλίντον: «Οποιαδήποτε πιθανή ενσωμάτωση χωρών της Ανατολικής Ευρώπης στο ΝΑΤΟ δε θα οδηγήσει αυτόματα τη συμμαχία να στραφεί κατά κάποιο τρόπο εναντίον της Ρωσίας». Ο Γέλτσιν εξέφρασε την ανησυχία του για μια τέτοια εξέλιξη, επικαλούμενος τα λεγόμενα του Μπέικερ, ωστόσο διευκρίνισε πως οι πρώην χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας, έχουν το κυριαρχικό δικαίωμα να χαράξουν όπως επιθυμούν την αμυντική τους πορεία, συμπεριλαμβανομένης της επιλογής τους να ενταχθούν σε οποιαδήποτε πολιτικο-στρατιωτική συμμαχία. Δεν απέκλεισε επίσης την πιθανή ένταξη της Ρωσίας στο ΝΑΤΟ, αν και είπε πως κάτι τέτοιο είναι σε θεωρητικό επίπεδο. Άξιο αναφοράς είναι ένα ακόμη σημείο της επιστολής, όπου ο Γέλτσιν λέει πως ενώ δεν εκλαμβάνει το ΝΑΤΟ ως απειλή για τη Ρωσία, ωστόσο, τόνισε πως πρέπει να ληφθεί υπόψιν η αντίδραση της κοινής γνώμης, της αντιπολίτευσης και των μετριοπαθών κύκλων στη χώρα του, που μπορεί να θεωρήσουν αυτή την εξέλιξη, ως μια νέα εποχή “αυτοαπομονωτισμού”. Ο Γέλτσιν βεβαίως, συνυπολόγιζε το πολιτικό του μέλλον και μια “ήττα” στις εκλογές του 1996, θα οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στην αντιμετώπιση αυτού που πολλοί εξέβαλαν ως επιθετική επέκταση της Δύσης, σε εδάφη που για δεκαετίες βρίσκονταν στη σφαίρα επιρροής του Κρεμλίνου.
Για αυτούς τους λόγους, ο Γέλτσιν αντιπρότεινε μια διαφορετική προσέγγιση: Ένα πανευρωπαϊκό σύστημα ασφάλειας, για συλλογικές (αλλά όχι με βάση την ιδιότητα μέλους στο ΝΑΤΟ) δράσεις, που θα εμποδίζει και θα επιλύει τις κρίσεις και τις συγκρούσεις, που προκαλούσαν εκείνη της εποχή, αναταραχή στην Ευρώπη. Μια αδιαχώριστη πολιτική ασφάλειας που θα βασίζεται σε πανευρωπαϊκές δομές, αλλά όχι σε ΝΑΤΟϊκές.
Σε αυτό το σημείο, το Σύμφωνο της Βαρσοβίας και η Σοβιετική Ένωση είχαν πλέον καταρρεύσει και η κυβέρνηση Κλίντον επιδίωκε να δημιουργήσει μια νέα αρχιτεκτονική ασφαλείας στην Ευρώπη που θα συνέβαλε στην ενίσχυση των πρώην σοβιετικών δημοκρατιών, συμπεριλαμβανομένης της Ρωσίας.
Ορισμένοι στην κυβέρνηση της Κλίντον, καθώς και στις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης όπως η Τσεχία και η Πολωνία, ήθελαν να κινηθούν γρήγορα για την επέκταση του ΝΑΤΟ προς ανατολικά. Ο υπουργός Άμυνας Ντικ Τσέινι και ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών, Πολ Γούλφοβιτς, επιθυμούσαν να αναδείξουν τις ΗΠΑ ως τη μοναδική υπερδύναμη στον πλανήτη και για να επιτευχθεί αυτό, το ΝΑΤΟ θα ήταν το κατάλληλο μέσο για να εδραιωθεί η κυριαρχία των ΗΠΑ στην Ευρώπη.
Ωστόσο, οι περισσότεροι αξιωματούχοι του Κλίντον, ήταν εξαιρετικά επιφυλακτικοί και διστακτικοί με αυτή την προοπτική, επικαλούμενοι λόγους κόστος, αλλά και πιθανών αρνητικών αντιδράσεων της Ρωσίας. Αυτό γίνεται σαφές από τις αρχικές αντιρρήσεις το Μπιλ Κλίντον, για την προοπτική ένταξης στο ΝΑΤΟ, της Πολωνίας, της Τσεχίας και της Ουγγαρίας.
Ο τότε υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ, δήλωσε το 2016 στον Guardian ότι η ξαφνική επέκταση του ΝΑΤΟ προς τα σύνορα της Ρωσίας, ήταν μια κίνηση προς τη λάθος κατεύθυνση. “Εκείνη την εποχή, συνεργαζόμασταν στενά με τη Ρωσία και άρχισαν να συνηθίσουν την ιδέα ότι το ΝΑΤΟ θα μπορούσε να είναι φίλος και όχι ένας εχθρός … αλλά ήταν πολύ άβολο να έχουν το ΝΑΤΟ στα σύνορά τους και έκαναν ισχυρή έκκληση προς εμάς, να μην προχωρήσουμε με αυτό.”
Αντ ‘αυτού, ο Κλίντον επέλεξε να αναπτύξει μια νέα πρωτοβουλία του ΝΑΤΟ που ονομάστηκε Έναρξη της Σύμπραξης για την Ειρήνη (PFP), η οποία θα ήταν ανοικτή τόσο για πρώην χώρες-μέλη του Συμφώνου της Βαρσοβίας, καθώς και για άλλες μη ευρωπαϊκές χώρες. Αυτή η πρόταση παρουσιάστηκε στον Γέλτσιν, που την έκανε αμέσως αποδεκτή. Το ΝΑΤΟ εκκίνησε την PFP στην ετήσια διάσκεψη κορυφής τον Ιανουάριο του 1994 και περισσότερες από 20 χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ρωσίας και της Ουκρανίας, προσχώρησαν τους επόμενους μήνες.
Ωστόσο, ο Κλίντον σύντομα άρχισε να μιλάει δημόσια για την επέκταση του ΝΑΤΟ, λέγοντας ότι “το ερώτημα δεν είναι πλέον αν το ΝΑΤΟ θα συμπεριλάβει νέα μέλη, αλλά πότε και πώς”. Ο Κλίντον στη συνέχεια προσπάθησε να κατευνάσει τις ανησυχίες του Γέλτσιν, αναβάλλοντας τη διεύρυνση μέχρι να επανεκλέγει ο Ρώσος ηγέτης το 1996. Το 1997, ο Γέλτσιν συναίνεσε στην επέκταση του ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά, ωστόσο, όπως δήλωσε, το έκανε διότι εξαναγκάστηκε από τη Δύση.
Ο Thomas L. Friedman, σε ένα άρθρο γνώμης στους New York Times, επισημαίνει το αυτονόητο, ότι τίποτα δε δικαιολογεί το διαμελισμό της Ουκρανίας. Κάνοντας μια σύντομη ανασκόπηση στο πως εξελίχθηκε η ρωσική επιθετικότητα εναντίον της Ουκρανίας. Κατά τις δύο πρώτες θητείες του Πούτιν ως Πρόεδρος, από το 2000 έως το 2008, περιστασιακά γκρίνιαζε για την επέκταση του ΝΑΤΟ, αλλά δεν έκανε κάτι περισσότερο. Οι τιμές του πετρελαίου ήταν υψηλές τότε, όπως και η εγχώρια δημοτικότητα του Πούτιν, και το μέσο εισόδημα αυξήθηκε ραγδαία, μετά την επίπονη δεκαετία του ’90 και τη φτώχεια που τη χαρακτήρισε.
Αλλά κατά την τελευταία δεκαετία, καθώς η οικονομία της Ρωσίας άρχισε να τελματώνει, και ο Πούτιν, από οικονομικός μεταρρυθμιστής και διανομέας πλούτου προς το λαό, μεταμορφώθηκε στον υπερασπιστή της μητέρας-πατρίδας. Επομένως, μια εύκολη λύση για να συσπειρωθεί η κοινή γνώμη γύρω του, ήταν να μετατραπεί σε πρόεδρο-πολέμαρχο και το ζήτημα της επέκτασης του ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά, αλλά και η διαφαινόμενη απειλή προς τη Ρωσία, ήταν μια εύκολη διέξοδος για τον Πούτιν. Εκτός από “πολέμαρχος” και υπερασπιστής της Ρωσίας, ο Πούτιν άρχισε να αναδεικνύει τον εαυτό του, ως το θεματοφύλακα των αξιών και αρετών, που σύμφωνα με τη ρητορική του, είχαν απολεστεί από τη Δύση.
Το 2002, μετά την απόφαση ένταξη των χωρών της Βαλτικής στο ΝΑΤΟ, ο Βλαντιμίρ Πούτιν, ενώ εξέφρασε σκεπτικισμό για τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ, επέμεινε ότι δε συνιστά “καμία τραγωδία”. Ο Πούτιν συνέχισε να αντιδρά στη διεύρυνση του ΝΑΤΟ, ειδικά μετά την επιστροφή του στην προεδρία το 2012, ταυτόχρονα με τη ριζοσπαστικοποίηση των εσωτερικών πολιτικών του.
Όπως έχει επισημάνει το Council on Foreign Relations, η ρωσική κυβέρνηση, με επικεφαλής τον Πούτιν, συνέχισε να είναι επιφυλακτική με την επέκταση του ΝΑΤΟ κατά τη δεκαετία του 2000. Ο Πούτιν εξέφρασε αμφιβολίες ότι η Συμμαχία, η οποία ενισχύθηκε το 2004, θα ήταν αποτελεσματική στην αντιμετώπιση των προκλήσεων ασφάλειας εκείνης της εποχής, συμπεριλαμβανομένης της καταπολέμησης της διεθνούς τρομοκρατίας και της σύγκρουσης στο Αφγανιστάν. Πολλά νέα μέλη ωστόσο, ιδιαίτερα οι χώρες της Βαλτικής, είδαν την ένταξη στο ΝΑΤΟ ως ασπίδα εναντίον της Μόσχας.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, ο Πούτιν εξέφρασε ακόμη πιο έντονα τη δυσαρέσκειά του για την επέκταση του ΝΑΤΟ στην ανατολική Ευρώπη. Σε ομιλία του στο Μόναχο το 2007, σημείωσε ότι “Είναι προφανές ότι η επέκταση του ΝΑΤΟ δεν έχει σχέση με τον εκσυγχρονισμό της Συμμαχίας ή με την εγγύηση της ασφάλειας στην Ευρώπη. Αντίθετα, αντιπροσωπεύει μια σοβαρή πρόκληση που μειώνει το επίπεδο της αμοιβαίας εμπιστοσύνης.”
Κατά την 20η Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ, που έλαβε χώρα στις 1 με 4 Απριλίου 2008 στο Βουκουρέστι, η Κροατία και η Αλβανία, κλήθηκαν να ενταχθούν στη Συμμαχία. Η Γεωργία και η Ουκρανία, ήλπιζαν να ενταχθούν στο Σχέδιο Δράσης Ένταξης, δηλαδή τον μηχανισμό που ελέγχει τις αιτήσεις υποψήφιων χωρών. Αλλά ενώ οι φιλοδοξίες των δύο χωρών για την ένταξη ΝΑΤΟ, έτυχαν αρχικά θετικής αντιμετώπισης, και διατυπώθηκε μια αόριστη τοποθέτηση πως κάποια στιγμή στο μέλλον, αυτό θα γίνει, τα μέλη του ΝΑΤΟ αποφάσισαν να επανεξετάσουν το αίτημά τους τον Δεκέμβριο του 2008.
Ακολούθησε ο Πόλεμος της Νότιας Οσσετίας, τον Αύγουστο του 2008, μεταξύ της φιλοδυτικής Γεωργίας και της Νότιας Οσσετίας και Αμπχαζίας, περιοχές που είχαν ανακηρύξει την ντε φάκτο ανεξαρτησία τους από τη Γεωργία, και της Ρωσίας που βοήθησε στρατιωτικά τις δύο αποσχισθείσες περιοχές. Η Ρωσία κατηγόρησε τη Γεωργία για «επιθετικότητα εναντίον της Νότιας Οσσετίας», και ξεκίνησε μια πλήρους κλίμακας, επίγεια, εναέρια και θαλάσσια εισβολή στις 8 Αυγούστου που αποκάλεσε ως μια επιχείρηση «επιβολή της ειρήνης». Η σύγκρουση τερματίστηκε με την αποχώρηση των γεωργιανών και ρωσικών δυνάμεων και την αναγνώριση από τη Ρωσία της ανεξαρτησίας των δύο περιοχών.
Η επίθεση της Ρωσίας, πέτυχε μια σειρά από σκοπούς. Η περιοχή της Υπερκαυκασίας, καταλαμβάνεται σε μεγάλο μέρος από την Γεωργία και αποτελεί μια ζώνη ασφαλείας, μεταξύ της Ρωσίας και της Μέσης Ανατολής. Είναι επίσης μια πηγή και δίοδος πετρελαίου, ενώ θα επέτρεπε στη Ρωσία να διαχειριστεί τη δυτική επιρροή στην Κεντρική Ασία. Η πιθανή ένταξη της Γεωργίας στο ΝΑΤΟ, θα διέλυε τα γεωπολιτικά και οικονομικά συμφέροντα της Ρωσίας στην περιοχή, γεγονός που οδήγησε στην εισβολή.
Όσον αφορά την Ουκρανία, τα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας της, χαρακτηρίστηκαν από κρίση εθνικής ταυτότητας, πολιτική αστάθεια και κατεστραμμένη οικονομία. Μετά την ανεξαρτησία της το 1991, η Ουκρανία απέκτησε περιορισμένη στρατιωτική εταιρική σχέση με τη Ρωσία και άλλες χώρες της Κοινοπολιτείας Ανεξάρτητων Κρατών (CIS ή ΚΑΚ), ενώ το 1994, προσχώρησε στη Σύμπραξη για την Ειρήνη (PfP) του ΝΑΤΟ.
Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991, οι διμερείς σχέσεις των δυο κρατών, έχουν περάσει από φάσεις φιλίας, εντάσεων και εχθρότητας. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η πολιτική της Ουκρανίας κυριαρχείται από φιλοδοξίες για να εξασφαλίσει την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της, ακολουθούμενη από μια εξωτερική πολιτική που θα περιλάμβανε ισορροπημένη συνεργασία με την ΕΕ, τη Ρωσία, ακόμη και το ΝΑΤΟ.
ΠΡΟΕΔΡΟΙ
Το 2004, ο πρωθυπουργός Βίκτορ Γιανουκόβιτς, του φιλορωσικού Κόμματος των Περιφερειών, κέρδισε τις προεδρικές εκλογές. Λίγο αργότερα, το Ανώτατο Δικαστήριο της Ουκρανίας αποφάσισε πως υπήρξε εκτεταμένη νοθεία, κάτι που επιβεβαίωσαν οι εκθέσεις διαφόρων εγχώριων και ξένων παρατηρητών. Τα αποτελέσματα προκάλεσαν δημόσια κατακραυγή, με την κοινή γνώμη να υποστηρίζει τον υποψήφιο της αντιπολίτευσης, Βίκτορ Γιούσενκο. Ακολούθησαν μαζικές διαδηλώσεις, που έμειναν στην ιστορία ως η “Πορτοκαλί Επανάσταση”, που διήρκησε από τα τέλη Νοέμβριου 2004 ως τον Ιανουάριο του 2005. Κατά τη διάρκεια αυτών των μηνών, ο Γιούσενκο ξαφνικά αρρώστησε βαριά, και κατόπιν πολλαπλών εξετάσεων, βρέθηκε ότι είχε δηλητηριαστεί με διοξίνη TCDD. Ο Γιουσένκο κατηγόρησε τις μυστικές υπηρεσίες της Ουκρανίας για την απόπειρα της δολοφονίας του, ενώ έκανε λόγο και για ρωσική συμμετοχή στη δηλητηρίασή του. Ακολούθησαν εκλογές, που έφεραν τον Γιουσένκο στην εξουσία ως πρόεδρο και τη Γιούλια Τιμοσένκο ως προσωρινή πρωθυπουργό.
Ο Γιανουκόβιτς επέστρεψε στην εξουσία το 2006 ως πρωθυπουργός στη Συμμαχία Εθνικής Ενότητας, υπό τον Γιουσένκο, έως τις πρόωρες εκλογές τον Σεπτέμβριο του 2007, που επανέφεραν την Τιμοσένκο στην πρωθυπουργία. Κατά τη θητεία του Γιουτσένκο, οι σχέσεις με τη Ρωσία βρέθηκαν σε κρίση, εξαιτίας των προσπαθειών του για βελτίωση των σχέσεων με την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ο Γιανουκόβιτς εξελέγη εκ νέου πρόεδρος το 2010, αν και οριακά. Το 2013, ο Βίκτορ Γιανουκόβιτς ανέστειλε τη Συμφωνία Σύνδεσης Ουκρανίας-Ευρωπαϊκής Ένωσης, επιλέγοντας αντί αυτής, την προσέγγιση με τη Ρωσία.
Λίγο αργότερα θα ξεσπάσει η επανάσταση του Euromaidan (Ευρωπλατεία), που κλιμακώθηκε σε βίαιες συγκρούσεις διαδηλωτών και αστυνομίας, με αποτέλεσμα εκατοντάδες θανάτους. Στις 21 Φεβρουαρίου 2014, ο Γιανουκόβιτς εγκαταλείπει την Ουκρανία και βρίσκει καταφύγιο στη Ρωσία. Ο Αλεξάντερ Τουρτσίνοφ, θα αναλάβει τα καθήκοντα του υπηρεσιακού προέδρου της Ουκρανίας, μέχρι τις 7 Ιουνίου 2014. Είχαν προηγηθεί εκλογές στις 25 Μαϊου, τις οποίες κέρδισε ο Πέτρο Ποροσένκο. Ο Παροσένκο ανέλαβε τα καθήκοντά του, στις 7 Ιουνίου 2014 και παρέμεινε σε αυτή τη θέση έως το 2019.
Ακολούθησε το 2014, ο πόλεμος στο Ντονμπάς και η στήριξη των “αυτονομιστών” της ανατολικής Ουκρανία, στον απόηχο της ουκρανικής επανάστασης του 2014 και του κινήματος Euromaidan λίγους μήνες πριν. Μετά από αυτά τα γεγονότα, ακολούθησε η προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσική Ομοσπονδία.
Η επανάσταση του Euromaidan, σχημάτισε το υπόβαθρο για την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία, τον Μάρτιο του 2014 και τον πόλεμο στο Ντονμπάς τον επόμενο μήνα, με τους “αυτονομιστές” να λαμβάνουν γενναία ρωσική υποστήριξη.
Σε διάγγελμά του στο ρωσικό κοινοβούλιο στις 18 Απριλίου 2014, στην οποία ο Πρόεδρος Πούτιν επιχείρησε να δικαιολογήσει την προσάρτηση της Κριμαίας, τόνισε ότι η ταπείνωση την ταπείνωση που υπέστη η Ρωσία, από την αθέτηση πολλών υποσχέσεων που έλαβε από τη Δύση, συμπεριλαμβανομένης της υποτιθέμενης δέσμευσης να μην διευρυνθεί το ΝΑΤΟ πέρα από τα σύνορα της ενιαίας Γερμανίας.
Ο πόλεμος μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, που ξεκίνησε το 2014, με τα γεγονότα στην Κριμαία και στο Ντονμπάς, κορυφώθηκε στις 25 Νοεμβρίου 2018, όταν τρία σκάφη του Ουκρανικού Ναυτικού, δυο κανονιοφόροι και ένα ρυμουλκό, αιχμαλωτίστηκαν πλησίον των Στενών του Κερτς, με την κύρια δικαιολογία να είναι η παραβίαση των “χωρικών υδάτων της Ρωσίας”. Οι ρωσικές αρχές, για να εμποδίσουν τη διέλευση των ουκρανικών σκαφών, τοποθέτησαν ένα μεγάλο εμπορικό πλοίο κάτω από τη γέφυρα των στενών του Κερτς, μπλοκάροντας την είσοδο στην Αζοφική Θάλασσα. Τα ουκρανικά σκάφη αγκυροβόλησαν ανοικτά των στενών και οκτώ ώρες μετά, ξεκίνησαν το ταξίδι της επιστροφής προς την Οδέσσα. Αφού καταδιώχτηκαν και δέχτηκαν πυρά από τη ρωσική Ακτοφυλακή, αιχμαλωτίστηκαν, μαζί με τα πληρώματά τους, σε διεθνή ύδατα, ανοικτά της Κριμαίας. Ακολούθησε διεθνής καταδίκη της ρωσικής επιθετικότητας και τα τρία πλοία, επεστράφησαν στην Ουκρανία, στις 18 Νοεμβρίου 2019 Αξίζει να αναφερθεί, πως αυτή ήταν η πρώτη φορά που Ουκρανία και Ρωσία, ενεπλάκησαν σε απευθείας ένοπλη αντιπαράθεση, στη μέχρι τότε αντιπαράθεση των δυο χωρών.
Το 2019, ήρθε στην εξουσία ο εξαιρετικά δημοφιλής Βολοντιμίρ Ζελένσκι, ένθερμος υποστηρικτής του Euromaidan, που από πρώτη στιγμή δεν έκρυψε πως φιλοδοξούσε να εντάξει της Ουκρανία στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ. Σε μια συνέντευξη τον Δεκέμβριο του 2018, ο Ζελένσκι δήλωσε ότι ως Πρόεδρος θα επιχειρήσει να βάλει τέλος στον πόλεμο στο Ντονμπάς μέσω διαπραγματεύσεων με τη Ρωσία, ενώ χαρακτήρισε τους ηγέτες του Λουγκάνσκ και του Ντονέτσκ, ως μαριονέτες του Κρεμλίνου. Δεν έκρυψε πως θα προσπαθήσει να επανεντάξει τις αποσχισθείσες περιοχές στην Ουκρανία, ενώ, όσον αφορά την Κριμαία, αυτή μπορεί να επιστραφεί μόνο αν αλλάξει το καθεστώς στη Ρωσία.
Είναι άξιο αναφοράς, πως η κοινή γνώμη της Ουκρανίας, στην πλειοψηφία της, επιθυμεί την ένταξη σε δυτικούς θεσμούς. Σε μια δημοσκόπηση του International Republican Institute, που έγινε τον περασμένο Δεκέμβριο, στην ερώτηση σε ποια διεθνή οικονομική ένωση θα έπρεπε να ενταχθεί η Ουκρανία, το 58% των Ουκρανών επέλεξε την ΕΕ. Μόνο το 21% υποστήριξε την τελωνειακή ένωση με τη Ρωσία, τη Λευκορωσία και το Καζακστάν. Σε περίπτωση δημοψηφίσματος για την ένταξη στο ΝΑΤΟ, το 54% θα ψήφιζε να ενταχθεί η Ουκρανία στη στρατιωτική συμμαχία.
Μια τέτοια εξέλιξη, δε θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή από τη Ρωσία.
Όπως είδαμε, τα γεγονότα και οι αφορμές της ουκρανορωσικής διένεξης, που τελικά οδήγησαν στην παράνομη εισβολή, θα πρέπει να εξεταστούν από την εποχή της κατάρρευσης της ΕΣΣΔ. Όσον αφορά τον Πούτιν, απέτυχε να μετατρέψει τη Ρωσία σε ένα δημοκρατικό και οικονομικό μοντέλο, που θα ήταν ελκυστικό προς τις γειτονικές χώρες. Η Ρωσία του Πούτιν, προκαλεί απέχθεια στις χώρες της ανατολικής Ευρώπης, εξ ου και η επιθυμία τους, αμέσως μετά την κατάρρευση του Συμφώνου της Βαρσοβίας, να ενταχθούν σε δυτικές δομές, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ. Η ταραχώδης δεκαετία του ’90, άφησε σε πολλούς Ρώσους την πικρή γεύση της αδυναμίας και της υποχωρήσεως, στις απαιτήσεις της Δύσης. Δεν αποτελεί λοιπόν έκπληξη, πως ένας λαϊκιστής ηγέτης, εν προκειμένω ο Βλαντιμίρ Πούτιν, εκμεταλλεύτηκε και συνεχίζει να εκμεταλλεύεται αυτό την αντίληψη, για να δικαιολογεί τόσο την επιθετική εξωτερική πολιτική του, όσο και να ικανοποιεί το λαϊκό κοινό αίσθημα.
Συνοπτικά, το ζήτημα της αμερικανικής “υπόσχεσης”, περί μη επέκτασης του ΝΑΤΟ σε χώρες που βρίσκονταν στη σφαίρα επιρροής της ΕΣΣΔ, παραμένει ιδιαιτέρως αμφιλεγόμενο, και αποτελεί βέλος στη φαρέτρα του Πουτιν, περί της φερόμενης αφερεγγυότητας της Δύσης. Δεν υπήρξε και δεν υπάρχει ωστόσο κάποια επίσημη γραπτή συμφωνία μεταξύ ΝΑΤΟ-ΕΣΣΔ, πόσο μάλλον μεταξύ ΝΑΤΟ-Ρωσίας, που να δεσμεύει οποιαδήποτε πλευρά. Η διαφωνία περί “υποσχέσεων” της Δύσης, κατά της επέκτασης του ΝΑΤΟ, ξεκίνησε από μια δήλωση του πρώην υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ το 1990, τέθηκε ως ζήτημα από τη Ρωσία για πρώτη φορά το 1993, και εντάθηκε μετά το 1995, κατόπιν αιτημάτων από χώρες του πρώην Συμφώνου της Βαρσοβίας, που εν τέλει εντάθηκαν στη Συμμαχία.
Όσον αφορά την Ευρωπαϊκή Ένωση, την ένταξη νέων μελών, που ήταν μέλη του Συμφώνου της Βαρσοβίας, αλλά και αυτών που επιθυμούν να ενταχθούν, όπως η Ουκρανία, αποτελεί μια φυσική εξέλιξη των πραγμάτων για δυο κύριους λόγους: Αφενός, την επιθυμία για οικονομική ευημερία, και αφετέρου, όπως και στην περίπτωση της ένταξης στο ΝΑΤΟ, την ύπαρξη μιας ασπίδας έναντι του αυταρχισμού και της καταπάτησης της δημοκρατίας, από τη Ρωσία του Πούτιν.
Η πιο σημαντική παραδοχή, είναι πως κάθε κράτος, ασχέτως που άνηκε στο παρελθόν, έχει το αναφαίρετο δικαίωμα να επιλέγει από μόνο του και δίχως απειλές, πιέσεις και συμφωνίες για τις οποίες δεν ερωτήθηκε, το μέλλον που θέλει να ακολουθήσει.
Πηγές
Politifact
France 24
The Guardian
Founding Act οn mutual relations, collaboration and security between NATO and the Russian Federation
Russia Beyond
Radio Free Europe
Brookings
CSIS
Treaty on the Final Settlement with Respect to Germany, September 12, 1990
The Myth of a No-NATO-Enlargement Pledge to Russia, Mark Kramer
NATO-Russia relations: the facts
The Conversation
U.S. Department of State, unclassified letter from President Yeltsin to President Clinton
Institute Montaigne
The Telegraph
Foreign Affairs