Ράνια Γεωργίου, εκπαιδευτικός.
Οι θεωρίες συνωμοσίας δίνουν και παίρνουν. Είναι απαραίτητα ή όχι τα εμβόλια; Συνδέεται ή όχι ο κορονοϊός με ενδεχόμενη εγκατάσταση κεραιών 5G; Είναι κατασκευασμένος σε εργαστήριο ή όχι ο κορονοϊός; Οι χημειοθεραπείες είναι καλύτερες από τις εναλλακτικές θεραπείες ή όχι και πολλά άλλα παρόμοιας φύσεως ερωτήματα.
Γράφει: Ράνια Γεωργίου
Μέσα σε όλον αυτόν τον καταιγισμό πληροφοριών (συχνά αντιφατικών) ο πολίτης είναι λογικό να νιώθει μπερδεμένος. Είναι απαραίτητο λοιπόν να αποκτήσει δεξιότητες τέτοιες που να του επιτρέπουν να αξιολογεί, να φιλτράρει και να κρίνει την αξιοπιστία και την πηγή μιας πληροφορίας έτσι ώστε να είναι σε θέση να λαμβάνει ωφέλιμες για τη ζωή του αλλά και για το κοινωνικό σύνολο αποφάσεις για διάφορα ουσιώδη ζητήματα.
Όλα τα πιο πάνω, αναδεικνύουν τη σημασία του επιστημονικού αλφαβητισμού. Πώς όμως τα μέλη μιας κοινωνίας αποκτούν τέτοιες δεξιότητες ώστε να μην παρασύρονται από τσαρλατάνους, αυτοφώτιστους ειδικούς ή από θεωρίες που γίνονται viral στο διαδίκτυο οι οποίες λόγω ακριβώς του πασπαλίσματος επιστημονικοφάνειάς τους καταφέρνουν να πείσουν τους δήθεν υποψιασμένους που διαθέτουν «κριτική» σκέψη σε αντίθεση με όλους εμάς που θεωρούμαστε από αυτούς ευκολόπιστοι ή γρανάζια του συστήματος;
Είναι αρκετό αλλά και θεμιτό να θεωρούμε όλους όσους πιστεύουν σε θεωρίες συνωμοσίας ή ψευδοεπιστημονικές απόψεις ως ψεκασμένους με μειωμένες νοητικές ικανότητες; Προφανώς όχι, γιατί κάτι τέτοιο δεν ισχύει άλλωστε.
Αυτό που χρειάζεται να γίνει όμως είναι συστηματική δουλειά για προώθηση του επιστημονικού γραμματισμού σε πολλαπλά επίπεδα (αρχής γενομένης από την ενίσχυση του δημόσιου σχολείου το οποίο απευθύνεται εξάλλου στο μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας και αφορά όλα ανεξαιρέτως τα παιδιά αφού είναι (ή θέλουμε να είναι) συμπεριληπτικό και ποιοτικό.
Σε ένα άλλο επίπεδο είναι εξίσου σημαντικό, οι ακαδημαϊκοί μας να βγαίνουν συχνότερα από τα γραφεία, τα εργαστήρια και τις αίθουσες διδασκαλίας τους προσπαθώντας να επικοινωνούν την επιστήμη τους στο ευρύ κοινό. Η εσωστρέφεια και κάποτε ο ελιτισμός που διακατείχε την ακαδημαϊκή κοινότητα είναι στοιχεία που θα πρέπει να ανήκουν πλέον στο παρελθόν. Το ίδιο οφείλουν να πράξουν και οι εκπαιδευτικοί όλων των βαθμίδων. Δηλαδή να τολμούν να διεκδικούν περισσότερες επιμορφώσεις, καλύτερες αποφάσεις για την παιδεία που να στηρίζονται σε καλά τεκμηριωμένες από την έρευνα πρακτικές.
Κι αν πάμε ακόμα πιο ψηλά, στα διάφορα κέντρα λήψης αποφάσεων (κρατικοί θεσμοί, υπουργικό συμβούλιο και διάφορες κρατικές υπηρεσίες) τότε το αίτημα για ορθολογιστικές αποφάσεις οι οποίες θα στηρίζονται στις συστάσεις των διεθνών έγκριτων οργανισμών και θα πηγάζουν από τα συμπεράσματα της επιστημονικής συναίνεσης, τότε θα πρέπει να είναι συνεχές και επιτακτικό. Το κράτος οφείλει να προστατεύει τον κάθε πολίτη απλώνοντας δίκτυ προστασίας απέναντι σε κάθε μορφής παραλογισμό.
Βέβαια αυτό από μόνο του δεν είναι αρκετό αφού είμαστε όλοι μας συχνοί μάρτυρες εντελώς αντιεπιστημονικών ή ψευδοεπιστημονικών αποφάσεων από την πολιτεία με αποτέλεσμα την έλλειψη εμπιστοσύνης ως προς την εγκυρότητα των αποφάσεων αυτών αφήνοντας πεδίο ελεύθερο σε κάθε λογής λαϊκιστές να επικαλούνται το συναίσθημα αντί τη λογική και πάντα (προφανώς) προς όφελός τους.
Καταλήγουμε λοιπόν στη δική μας ατομική ευθύνη, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι όλα τα πιο πάνω είναι λιγότερο σημαντικά. Πώς λαμβάνουμε αποφάσεις που συμβαδίζουν με τη λογική, είναι ωφέλιμες για εμάς και τους ανθρώπους που αγαπάμε αλλά και για όλους τους άλλους γύρω μας;
Είναι βασικό να έχουμε κατά νου πως κανείς δεν είναι ειδικός επί παντός επιστητού αλλά και πως έχουν παρέλθει προ πολλού οι εποχές των επιστημονικών αυθεντιών. Γι’ αυτό δεν είναι θέμα κριτικής σκέψης αν θα πιστέψω ή όχι μια θεωρία συνωμοσίας. Όταν πρόκειται για τόσο πολύπλοκα και λεπτά επιστημονικά ζητήματα ο καθένας από εμάς δεν μπορεί εκ των πραγμάτων να τα κατανοήσει εις βάθος αν δεν είναι πολύ εξειδικευμένος στο συγκεκριμένο εκείνο πεδίο. Είναι γι’ αυτό λοιπόν που ο καλύτερος δρόμος είναι να ακολουθούμε αυτό που λέει το 99.99% της παγκόσμιας επιστημονικής κοινότητας μετά από πολλές έρευνες επί ενός θέματος, δηλαδή αυτό που ονομάζουμε επιστημονική συναίνεση.
Αλλιώς θα έκανε ο καθένας του κεφαλιού του με βάση τις γνώσεις που διαθέτει ή που νομίζει ότι διαθέτει. Εξάλλου η ίδια η επιστήμη είναι η μόνη που αυτοδιορθώνεται όταν παρουσιαστούν νέα πιο πειστικά ερευνητικά δεδομένα. Σε αντίθεση με τον κάθε (ενδεχομένως) τσαρλατάνο στο ίντερνετ που είναι και πιο πιθανόν να έχει τις δικές του προσωπικές ατζέντες.
Στην τελική το ερώτημα που θα πρέπει να θέτουμε στους εαυτούς μας είναι το εξής: ποιον πρέπει να εμπιστεύομαι πιο πολύ; Το σύνολο της επιστημονικής κοινότητας η οποία καταλήγει σε συμπεράσματα μετά από χιλιάδες έρευνες και μεταναλύσεις αφού τις περάσουν από χίλια κόσκινα και πολύ αυστηρή κριτική ή την κάθε μεμονωμένη «πεφωτισμένη» αμφιβόλου κατάρτισης φωνή στο διαδίκτυο που αυτοαποκαλείται ειδήμων και προβάλλεται ως σωτήρας που κατέχει τη μία και μοναδική αλήθεια;
Νομίζω πως η απάντηση στο πιο πάνω, εάν έχουμε στοιχειώδη κοινή λογική, είναι πέρα για πέρα προφανής.